Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λάμπρυσμα
λαμπτήρ
λαμπτήρια
λαμπτηροκλέπτης
λαμπτηρουχία
λαμπτηροφόρος
Λαμπτρεύς
λαμπυρίζω
λαμπυρίς
λάμπω
Λάμπων
Λαμπώνιος
λαμυρία
λαμυρός
Λαμψακηνός
Λάμψακος
λάμψις
λανθανόντως
λανθάνω
λάξ
λαξεία
View word page
Λάμπων
Lampon
ShortDef
Lampon
Debugging
Headword:
Λάμπων
Headword (normalized):
λάμπων
Headword (normalized/stripped):
λαμπων
IDX:
52069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52070
Key:
Data
{'content': 'Lampon'}