Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λαμπρύνω
λάμπρυσμα
λαμπτήρ
λαμπτήρια
λαμπτηροκλέπτης
λαμπτηρουχία
λαμπτηροφόρος
Λαμπτρεύς
λαμπυρίζω
λαμπυρίς
λάμπω
Λάμπων
Λαμπώνιος
λαμυρία
λαμυρός
Λαμψακηνός
Λάμψακος
λάμψις
λανθανόντως
λανθάνω
λάξ
View word page
λάμπω
to give light, shine, beam, be bright, brilliant, radiant
ShortDef
to give light, shine, beam, be bright, brilliant, radiant
Debugging
Headword:
λάμπω
Headword (normalized):
λάμπω
Headword (normalized/stripped):
λαμπω
IDX:
52068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52069
Key:
Data
{'content': 'to give light, shine, beam, be bright, brilliant, radiant'}