Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαμπρόφωνος
λαμπρόψυχος
λαμπρυντής
λαμπρυντικός
λαμπρύνω
λάμπρυσμα
λαμπτήρ
λαμπτήρια
λαμπτηροκλέπτης
λαμπτηρουχία
λαμπτηροφόρος
Λαμπτρεύς
λαμπυρίζω
λαμπυρίς
λάμπω
Λάμπων
Λαμπώνιος
λαμυρία
λαμυρός
Λαμψακηνός
Λάμψακος
View word page
λαμπτηροφόρος
carrying lights

ShortDef

carrying lights

Debugging

Headword:
λαμπτηροφόρος
Headword (normalized):
λαμπτηροφόρος
Headword (normalized/stripped):
λαμπτηροφορος
IDX:
52064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52065
Key:

Data

{'content': 'carrying lights'}