Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαμπροφαής
λαμπροφανής
λαμπροφεγγής
λαμπρόφθαλμος
λαμπροφωνία
λαμπρόφωνος
λαμπρόψυχος
λαμπρυντής
λαμπρυντικός
λαμπρύνω
λάμπρυσμα
λαμπτήρ
λαμπτήρια
λαμπτηροκλέπτης
λαμπτηρουχία
λαμπτηροφόρος
Λαμπτρεύς
λαμπυρίζω
λαμπυρίς
λάμπω
Λάμπων
View word page
λάμπρυσμα
ornament

ShortDef

ornament

Debugging

Headword:
λάμπρυσμα
Headword (normalized):
λάμπρυσμα
Headword (normalized/stripped):
λαμπρυσμα
IDX:
52059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52060
Key:

Data

{'content': 'ornament'}