Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λαμπρότοξος
λαμπροφαής
λαμπροφανής
λαμπροφεγγής
λαμπρόφθαλμος
λαμπροφωνία
λαμπρόφωνος
λαμπρόψυχος
λαμπρυντής
λαμπρυντικός
λαμπρύνω
λάμπρυσμα
λαμπτήρ
λαμπτήρια
λαμπτηροκλέπτης
λαμπτηρουχία
λαμπτηροφόρος
Λαμπτρεύς
λαμπυρίζω
λαμπυρίς
λάμπω
View word page
λαμπρύνω
to make bright
ShortDef
to make bright
Debugging
Headword:
λαμπρύνω
Headword (normalized):
λαμπρύνω
Headword (normalized/stripped):
λαμπρυνω
IDX:
52058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52059
Key:
Data
{'content': 'to make bright'}