Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαμπήνη
λαμπηνικός
λαμπηρός
Λάμπος
λάμπουρις
λάμπουρος
λαμπραυγής
λαμπρειμονέω
λαμπρείμων
λαμπρίζομαι
λαμπρόβιος
λαμπροειδής
λαμπρόζωνος
λαμπρόπους
λαμπρός
λαμπρότης
λαμπρότοξος
λαμπροφαής
λαμπροφανής
λαμπροφεγγής
λαμπρόφθαλμος
View word page
λαμπρόβιος
living splendidly

ShortDef

living splendidly

Debugging

Headword:
λαμπρόβιος
Headword (normalized):
λαμπρόβιος
Headword (normalized/stripped):
λαμπροβιος
IDX:
52042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52043
Key:

Data

{'content': 'living splendidly'}