Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λάμπη
λαμπηδών
λαμπήνη
λαμπηνικός
λαμπηρός
Λάμπος
λάμπουρις
λάμπουρος
λαμπραυγής
λαμπρειμονέω
λαμπρείμων
λαμπρίζομαι
λαμπρόβιος
λαμπροειδής
λαμπρόζωνος
λαμπρόπους
λαμπρός
λαμπρότης
λαμπρότοξος
λαμπροφαής
λαμπροφανής
View word page
λαμπρείμων
clad in splendid robes

ShortDef

clad in splendid robes

Debugging

Headword:
λαμπρείμων
Headword (normalized):
λαμπρείμων
Headword (normalized/stripped):
λαμπρειμων
IDX:
52040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52041
Key:

Data

{'content': 'clad in splendid robes'}