Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Λαμπεύς
λάμπη
λαμπηδών
λαμπήνη
λαμπηνικός
λαμπηρός
Λάμπος
λάμπουρις
λάμπουρος
λαμπραυγής
λαμπρειμονέω
λαμπρείμων
λαμπρίζομαι
λαμπρόβιος
λαμπροειδής
λαμπρόζωνος
λαμπρόπους
λαμπρός
λαμπρότης
λαμπρότοξος
λαμπροφαής
View word page
λαμπρειμονέω
wear white
ShortDef
wear white
Debugging
Headword:
λαμπρειμονέω
Headword (normalized):
λαμπρειμονέω
Headword (normalized/stripped):
λαμπρειμονεω
IDX:
52039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52040
Key:
Data
{'content': 'wear white'}