Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαμπαδοφόρος
λαμπάκτις
λαμπάς
λαμπάς2
λαμπετάω
Λαμπέτεια
λαμπέτης
Λαμπετίδης
Λαμπετίη
Λαμπεύς
λάμπη
λαμπηδών
λαμπήνη
λαμπηνικός
λαμπηρός
Λάμπος
λάμπουρις
λάμπουρος
λαμπραυγής
λαμπρειμονέω
λαμπρείμων
View word page
λάμπη
a torch

ShortDef

a torch

Debugging

Headword:
λάμπη
Headword (normalized):
λάμπη
Headword (normalized/stripped):
λαμπη
IDX:
52030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52031
Key:

Data

{'content': 'a torch'}