Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαμπαδοδρομικός
λαμπαδόεις
λαμπαδοποιός
λαμπαδουχέω
λαμπαδουχία
λαμπαδοῦχος
λαμπαδοφόρος
λαμπάκτις
λαμπάς
λαμπάς2
λαμπετάω
Λαμπέτεια
λαμπέτης
Λαμπετίδης
Λαμπετίη
Λαμπεύς
λάμπη
λαμπηδών
λαμπήνη
λαμπηνικός
λαμπηρός
View word page
λαμπετάω
to shine

ShortDef

to shine

Debugging

Headword:
λαμπετάω
Headword (normalized):
λαμπετάω
Headword (normalized/stripped):
λαμπεταω
IDX:
52024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52025
Key:

Data

{'content': 'to shine'}