Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαμπαδίειος
λαμπαδίζω
λαμπαδικός
λαμπάδιον
λαμπάδιος
λαμπαδιστής
λαμπαδοδρομέω
λαμπαδοδρομικός
λαμπαδόεις
λαμπαδοποιός
λαμπαδουχέω
λαμπαδουχία
λαμπαδοῦχος
λαμπαδοφόρος
λαμπάκτις
λαμπάς
λαμπάς2
λαμπετάω
Λαμπέτεια
λαμπέτης
Λαμπετίδης
View word page
λαμπαδουχέω
hold or carry a torch

ShortDef

hold or carry a torch

Debugging

Headword:
λαμπαδουχέω
Headword (normalized):
λαμπαδουχέω
Headword (normalized/stripped):
λαμπαδουχεω
IDX:
52017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52018
Key:

Data

{'content': 'hold or carry a torch'}