Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγκυλόκωλος
ἀγκυλομαχία
ἀγκυλομήτης
ἀγκυλόπους
ἀγκύλος
ἀγκυλότοξος
ἀγκυλοχείλης
ἀγκυλοχήλης
ἀγκυλόω
ἀγκύλωμα
ἀγκύλωσις
ἀγκυλωτός
ἄγκυρα
ἀγκυρίζω
ἀγκύριον
ἀγκύρισμα
ἀγκυρίτης
ἀγκυροβολέω
ἀγκυροβόλιον
ἀγκυροειδής
ἀγκυρομήλη
View word page
ἀγκύλωσις
tongue-tie

ShortDef

tongue-tie

Debugging

Headword:
ἀγκύλωσις
Headword (normalized):
ἀγκύλωσις
Headword (normalized/stripped):
αγκυλωσις
IDX:
519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-520
Key:

Data

{'content': 'tongue-tie'}