Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Λάμια
Λαμία
Λαμιακός
Λαμίας
Λαμιεύς
λᾶμμα
λᾶμνα
Λαμνιάς
Λάμνιος
λαμόπτης
λάμος
Λάμος
λαμπαδαρχέω
λαμπαδάρχης
λαμπαδαρχία
λαμπαδεία
λαμπαδεῖον
λαμπαδεύω
λαμπαδηδρομία
λαμπαδηφορέω
λαμπαδηφορία
View word page
λάμος
ingluvies

ShortDef

ingluvies
Lamos, king of the Laestrygonians

Debugging

Headword:
λάμος
Headword (normalized):
λάμος
Headword (normalized/stripped):
λαμος
IDX:
51994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51995
Key:

Data

{'content': 'ingluvies'}