Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαμβάνω
Λάμια
Λαμία
Λαμιακός
Λαμίας
Λαμιεύς
λᾶμμα
λᾶμνα
Λαμνιάς
Λάμνιος
λαμόπτης
λάμος
Λάμος
λαμπαδαρχέω
λαμπαδάρχης
λαμπαδαρχία
λαμπαδεία
λαμπαδεῖον
λαμπαδεύω
λαμπαδηδρομία
λαμπαδηφορέω
View word page
λαμόπτης
blear-eyed

ShortDef

blear-eyed

Debugging

Headword:
λαμόπτης
Headword (normalized):
λαμόπτης
Headword (normalized/stripped):
λαμοπτης
IDX:
51993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51994
Key:

Data

{'content': 'blear-eyed'}