Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαμά
Λαμαχίππιον
Λάμαχος
λάμαχος
λαμβάνω
Λάμια
Λαμία
Λαμιακός
Λαμίας
Λαμιεύς
λᾶμμα
λᾶμνα
Λαμνιάς
Λάμνιος
λαμόπτης
λάμος
Λάμος
λαμπαδαρχέω
λαμπαδάρχης
λαμπαδαρχία
λαμπαδεία
View word page
λᾶμμα
vitta

ShortDef

vitta

Debugging

Headword:
λᾶμμα
Headword (normalized):
λᾶμμα
Headword (normalized/stripped):
λαμμα
IDX:
51989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51990
Key:

Data

{'content': 'vitta'}