Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λάλος
λαμά
Λαμαχίππιον
Λάμαχος
λάμαχος
λαμβάνω
Λάμια
Λαμία
Λαμιακός
Λαμίας
Λαμιεύς
λᾶμμα
λᾶμνα
Λαμνιάς
Λάμνιος
λαμόπτης
λάμος
Λάμος
λαμπαδαρχέω
λαμπαδάρχης
λαμπαδαρχία
View word page
Λαμιεύς
of Lamia, Lamian

ShortDef

of Lamia, Lamian

Debugging

Headword:
Λαμιεύς
Headword (normalized):
λαμιεύς
Headword (normalized/stripped):
λαμιευς
IDX:
51988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51989
Key:

Data

{'content': 'of Lamia, Lamian'}