Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λαλοβαρυπαραμελορυθμοβάτης
λάλος
λαμά
Λαμαχίππιον
Λάμαχος
λάμαχος
λαμβάνω
Λάμια
Λαμία
Λαμιακός
Λαμίας
Λαμιεύς
λᾶμμα
λᾶμνα
Λαμνιάς
Λάμνιος
λαμόπτης
λάμος
Λάμος
λαμπαδαρχέω
λαμπαδάρχης
View word page
Λαμίας
Lamias, masc. version of monster Lamia
ShortDef
Lamias, masc. version of monster Lamia
Debugging
Headword:
Λαμίας
Headword (normalized):
λαμίας
Headword (normalized/stripped):
λαμιας
IDX:
51987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51988
Key:
Data
{'content': 'Lamias, masc. version of monster Lamia'}