Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λάλλαι
λαλοβαρυπαραμελορυθμοβάτης
λάλος
λαμά
Λαμαχίππιον
Λάμαχος
λάμαχος
λαμβάνω
Λάμια
Λαμία
Λαμιακός
Λαμίας
Λαμιεύς
λᾶμμα
λᾶμνα
Λαμνιάς
Λάμνιος
λαμόπτης
λάμος
Λάμος
λαμπαδαρχέω
View word page
Λαμιακός
of Lamia, Lamian
ShortDef
of Lamia, Lamian
Debugging
Headword:
Λαμιακός
Headword (normalized):
λαμιακός
Headword (normalized/stripped):
λαμιακος
IDX:
51986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51987
Key:
Data
{'content': 'of Lamia, Lamian'}