Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαλιότης
λάλλαι
λαλοβαρυπαραμελορυθμοβάτης
λάλος
λαμά
Λαμαχίππιον
Λάμαχος
λάμαχος
λαμβάνω
Λάμια
Λαμία
Λαμιακός
Λαμίας
Λαμιεύς
λᾶμμα
λᾶμνα
Λαμνιάς
Λάμνιος
λαμόπτης
λάμος
Λάμος
View word page
Λαμία
Lamia, town in Thessaly (accent varies)

ShortDef

Lamia, town in Thessaly (accent varies)

Debugging

Headword:
Λαμία
Headword (normalized):
λαμία
Headword (normalized/stripped):
λαμια
IDX:
51985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51986
Key:

Data

{'content': 'Lamia, town in Thessaly (accent varies)'}