Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λαλιά
λαλιότης
λάλλαι
λαλοβαρυπαραμελορυθμοβάτης
λάλος
λαμά
Λαμαχίππιον
Λάμαχος
λάμαχος
λαμβάνω
Λάμια
Λαμία
Λαμιακός
Λαμίας
Λαμιεύς
λᾶμμα
λᾶμνα
Λαμνιάς
Λάμνιος
λαμόπτης
λάμος
View word page
Λάμια
Lamia, a monster, bugbear; fem. pr. n. (Diog. Laert.)
ShortDef
Lamia, a monster, bugbear; fem. pr. n. (Diog. Laert.)
Debugging
Headword:
Λάμια
Headword (normalized):
λάμια
Headword (normalized/stripped):
λαμια
IDX:
51984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51985
Key:
Data
{'content': 'Lamia, a monster, bugbear; fem. pr. n. (Diog. Laert.)'}