Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαλητρίς
λαλιά
λαλιότης
λάλλαι
λαλοβαρυπαραμελορυθμοβάτης
λάλος
λαμά
Λαμαχίππιον
Λάμαχος
λάμαχος
λαμβάνω
Λάμια
Λαμία
Λαμιακός
Λαμίας
Λαμιεύς
λᾶμμα
λᾶμνα
Λαμνιάς
Λάμνιος
λαμόπτης
View word page
λαμβάνω
to take, seize, receive

ShortDef

to take, seize, receive

Debugging

Headword:
λαμβάνω
Headword (normalized):
λαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
λαμβανω
IDX:
51983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51984
Key:

Data

{'content': 'to take, seize, receive'}