Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λαλητός
λαλητρίς
λαλιά
λαλιότης
λάλλαι
λαλοβαρυπαραμελορυθμοβάτης
λάλος
λαμά
Λαμαχίππιον
Λάμαχος
λάμαχος
λαμβάνω
Λάμια
Λαμία
Λαμιακός
Λαμίας
Λαμιεύς
λᾶμμα
λᾶμνα
Λαμνιάς
Λάμνιος
View word page
λάμαχος
sapula
ShortDef
Lamachos (eager-for-fight), Athenian general
sapula
Debugging
Headword:
λάμαχος
Headword (normalized):
λάμαχος
Headword (normalized/stripped):
λαμαχος
IDX:
51982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51983
Key:
Data
{'content': 'sapula'}