Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λάληθρος
λάλημα
λαλητέος
λαλητικός
λαλητός
λαλητρίς
λαλιά
λαλιότης
λάλλαι
λαλοβαρυπαραμελορυθμοβάτης
λάλος
λαμά
Λαμαχίππιον
Λάμαχος
λάμαχος
λαμβάνω
Λάμια
Λαμία
Λαμιακός
Λαμίας
Λαμιεύς
View word page
λάλος
talkative, babbling, loquacious
ShortDef
talkative, babbling, loquacious
Debugging
Headword:
λάλος
Headword (normalized):
λάλος
Headword (normalized/stripped):
λαλος
IDX:
51978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51979
Key:
Data
{'content': 'talkative, babbling, loquacious'}