Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαλαγητής
λάλαξ
λαλέω
λάληθρος
λάλημα
λαλητέος
λαλητικός
λαλητός
λαλητρίς
λαλιά
λαλιότης
λάλλαι
λαλοβαρυπαραμελορυθμοβάτης
λάλος
λαμά
Λαμαχίππιον
Λάμαχος
λάμαχος
λαμβάνω
Λάμια
Λαμία
View word page
λαλιότης
garrulity

ShortDef

garrulity

Debugging

Headword:
λαλιότης
Headword (normalized):
λαλιότης
Headword (normalized/stripped):
λαλιοτης
IDX:
51975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51976
Key:

Data

{'content': 'garrulity'}