Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λαλάγημα
λαλαγητής
λάλαξ
λαλέω
λάληθρος
λάλημα
λαλητέος
λαλητικός
λαλητός
λαλητρίς
λαλιά
λαλιότης
λάλλαι
λαλοβαρυπαραμελορυθμοβάτης
λάλος
λαμά
Λαμαχίππιον
Λάμαχος
λάμαχος
λαμβάνω
Λάμια
View word page
λαλιά
talking, talk, chat
ShortDef
talking, talk, chat
Debugging
Headword:
λαλιά
Headword (normalized):
λαλιά
Headword (normalized/stripped):
λαλια
IDX:
51974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51975
Key:
Data
{'content': 'talking, talk, chat'}