Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαλαγή
λαλάγημα
λαλαγητής
λάλαξ
λαλέω
λάληθρος
λάλημα
λαλητέος
λαλητικός
λαλητός
λαλητρίς
λαλιά
λαλιότης
λάλλαι
λαλοβαρυπαραμελορυθμοβάτης
λάλος
λαμά
Λαμαχίππιον
Λάμαχος
λάμαχος
λαμβάνω
View word page
λαλητρίς
a talker, prattler

ShortDef

a talker, prattler

Debugging

Headword:
λαλητρίς
Headword (normalized):
λαλητρίς
Headword (normalized/stripped):
λαλητρις
IDX:
51973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51974
Key:

Data

{'content': 'a talker, prattler'}