Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λακωνομανέω
Λακωνόσημος
λαλαγέω
λαλαγή
λαλάγημα
λαλαγητής
λάλαξ
λαλέω
λάληθρος
λάλημα
λαλητέος
λαλητικός
λαλητός
λαλητρίς
λαλιά
λαλιότης
λάλλαι
λαλοβαρυπαραμελορυθμοβάτης
λάλος
λαμά
Λαμαχίππιον
View word page
λαλητέος
to be talked of

ShortDef

to be talked of

Debugging

Headword:
λαλητέος
Headword (normalized):
λαλητέος
Headword (normalized/stripped):
λαλητεος
IDX:
51970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51971
Key:

Data

{'content': 'to be talked of'}