Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Λακωνισμός
Λακωνιστής
λακωνομανέω
Λακωνόσημος
λαλαγέω
λαλαγή
λαλάγημα
λαλαγητής
λάλαξ
λαλέω
λάληθρος
λάλημα
λαλητέος
λαλητικός
λαλητός
λαλητρίς
λαλιά
λαλιότης
λάλλαι
λαλοβαρυπαραμελορυθμοβάτης
λάλος
View word page
λάληθρος
talkative
ShortDef
talkative
Debugging
Headword:
λάληθρος
Headword (normalized):
λάληθρος
Headword (normalized/stripped):
λαληθρος
IDX:
51968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51969
Key:
Data
{'content': 'talkative'}