Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Λακωνικός
Λακωνισμός
Λακωνιστής
λακωνομανέω
Λακωνόσημος
λαλαγέω
λαλαγή
λαλάγημα
λαλαγητής
λάλαξ
λαλέω
λάληθρος
λάλημα
λαλητέος
λαλητικός
λαλητός
λαλητρίς
λαλιά
λαλιότης
λάλλαι
λαλοβαρυπαραμελορυθμοβάτης
View word page
λαλέω
to talk, chat, prattle, babble

ShortDef

to talk, chat, prattle, babble

Debugging

Headword:
λαλέω
Headword (normalized):
λαλέω
Headword (normalized/stripped):
λαλεω
IDX:
51967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51968
Key:

Data

{'content': 'to talk, chat, prattle, babble'}