Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Λάκων
Λακωνίζω
Λακωνικός
Λακωνισμός
Λακωνιστής
λακωνομανέω
Λακωνόσημος
λαλαγέω
λαλαγή
λαλάγημα
λαλαγητής
λάλαξ
λαλέω
λάληθρος
λάλημα
λαλητέος
λαλητικός
λαλητός
λαλητρίς
λαλιά
λαλιότης
View word page
λαλαγητής
prattler

ShortDef

prattler

Debugging

Headword:
λαλαγητής
Headword (normalized):
λαλαγητής
Headword (normalized/stripped):
λαλαγητης
IDX:
51965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51966
Key:

Data

{'content': 'prattler'}