Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λακτιστής
λακτιστικός
Λακτοῦκας
Λάκων
Λακωνίζω
Λακωνικός
Λακωνισμός
Λακωνιστής
λακωνομανέω
Λακωνόσημος
λαλαγέω
λαλαγή
λαλάγημα
λαλαγητής
λάλαξ
λαλέω
λάληθρος
λάλημα
λαλητέος
λαλητικός
λαλητός
View word page
λαλαγέω
to prattle, to babble

ShortDef

to prattle, to babble

Debugging

Headword:
λαλαγέω
Headword (normalized):
λαλαγέω
Headword (normalized/stripped):
λαλαγεω
IDX:
51962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51963
Key:

Data

{'content': 'to prattle, to babble'}