Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λάκτισμα
λακτισμός
λακτιστής
λακτιστικός
Λακτοῦκας
Λάκων
Λακωνίζω
Λακωνικός
Λακωνισμός
Λακωνιστής
λακωνομανέω
Λακωνόσημος
λαλαγέω
λαλαγή
λαλάγημα
λαλαγητής
λάλαξ
λαλέω
λάληθρος
λάλημα
λαλητέος
View word page
λακωνομανέω
to have a Laconomania

ShortDef

to have a Laconomania

Debugging

Headword:
λακωνομανέω
Headword (normalized):
λακωνομανέω
Headword (normalized/stripped):
λακωνομανεω
IDX:
51960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51961
Key:

Data

{'content': 'to have a Laconomania'}