Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λάκτις
λάκτισμα
λακτισμός
λακτιστής
λακτιστικός
Λακτοῦκας
Λάκων
Λακωνίζω
Λακωνικός
Λακωνισμός
Λακωνιστής
λακωνομανέω
Λακωνόσημος
λαλαγέω
λαλαγή
λαλάγημα
λαλαγητής
λάλαξ
λαλέω
λάληθρος
λάλημα
View word page
Λακωνιστής
one who imitates the Lacedaemonians
ShortDef
one who imitates the Lacedaemonians
Debugging
Headword:
Λακωνιστής
Headword (normalized):
λακωνιστής
Headword (normalized/stripped):
λακωνιστης
IDX:
51959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51960
Key:
Data
{'content': 'one who imitates the Lacedaemonians'}