Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λακκώδης
λακπατέω
λακπάτητος
λακτίζω
λάκτις
λάκτισμα
λακτισμός
λακτιστής
λακτιστικός
Λακτοῦκας
Λάκων
Λακωνίζω
Λακωνικός
Λακωνισμός
Λακωνιστής
λακωνομανέω
Λακωνόσημος
λαλαγέω
λαλαγή
λαλάγημα
λαλαγητής
View word page
Λάκων
a Laconian

ShortDef

a Laconian

Debugging

Headword:
Λάκων
Headword (normalized):
λάκων
Headword (normalized/stripped):
λακων
IDX:
51955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51956
Key:

Data

{'content': 'a Laconian'}