Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λακκόω
λακκώδης
λακπατέω
λακπάτητος
λακτίζω
λάκτις
λάκτισμα
λακτισμός
λακτιστής
λακτιστικός
Λακτοῦκας
Λάκων
Λακωνίζω
Λακωνικός
Λακωνισμός
Λακωνιστής
λακωνομανέω
Λακωνόσημος
λαλαγέω
λαλαγή
λαλάγημα
View word page
Λακτοῦκας
Lactuca, Lactucinus

ShortDef

Lactuca, Lactucinus

Debugging

Headword:
Λακτοῦκας
Headword (normalized):
λακτοῦκας
Headword (normalized/stripped):
λακτουκας
IDX:
51954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51955
Key:

Data

{'content': 'Lactuca, Lactucinus'}