Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λάκκος
λακκοσχέας
λακκόω
λακκώδης
λακπατέω
λακπάτητος
λακτίζω
λάκτις
λάκτισμα
λακτισμός
λακτιστής
λακτιστικός
Λακτοῦκας
Λάκων
Λακωνίζω
Λακωνικός
Λακωνισμός
Λακωνιστής
λακωνομανέω
Λακωνόσημος
λαλαγέω
View word page
λακτιστής
one who kicks
ShortDef
one who kicks
Debugging
Headword:
λακτιστής
Headword (normalized):
λακτιστής
Headword (normalized/stripped):
λακτιστης
IDX:
51952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51953
Key:
Data
{'content': 'one who kicks'}