Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λακκοπρωκτία
λακκόπρωκτος
λάκκος
λακκοσχέας
λακκόω
λακκώδης
λακπατέω
λακπάτητος
λακτίζω
λάκτις
λάκτισμα
λακτισμός
λακτιστής
λακτιστικός
Λακτοῦκας
Λάκων
Λακωνίζω
Λακωνικός
Λακωνισμός
Λακωνιστής
λακωνομανέω
View word page
λάκτισμα
a trampling on

ShortDef

a trampling on

Debugging

Headword:
λάκτισμα
Headword (normalized):
λάκτισμα
Headword (normalized/stripped):
λακτισμα
IDX:
51950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51951
Key:

Data

{'content': 'a trampling on'}