Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λακκόπεδον
λακκόπλουτος
λακκοποιός
λακκοπρωκτία
λακκόπρωκτος
λάκκος
λακκοσχέας
λακκόω
λακκώδης
λακπατέω
λακπάτητος
λακτίζω
λάκτις
λάκτισμα
λακτισμός
λακτιστής
λακτιστικός
Λακτοῦκας
Λάκων
Λακωνίζω
Λακωνικός
View word page
λακπάτητος
trampled on

ShortDef

trampled on

Debugging

Headword:
λακπάτητος
Headword (normalized):
λακπάτητος
Headword (normalized/stripped):
λακπατητος
IDX:
51947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51948
Key:

Data

{'content': 'trampled on'}