Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λακκίζω
λακκόπεδον
λακκόπλουτος
λακκοποιός
λακκοπρωκτία
λακκόπρωκτος
λάκκος
λακκοσχέας
λακκόω
λακκώδης
λακπατέω
λακπάτητος
λακτίζω
λάκτις
λάκτισμα
λακτισμός
λακτιστής
λακτιστικός
Λακτοῦκας
Λάκων
Λακωνίζω
View word page
λακπατέω
trample on
ShortDef
trample on
Debugging
Headword:
λακπατέω
Headword (normalized):
λακπατέω
Headword (normalized/stripped):
λακπατεω
IDX:
51946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51947
Key:
Data
{'content': 'trample on'}