Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λακιστός
λακκαῖος
λακκάριος
λακκίζω
λακκόπεδον
λακκόπλουτος
λακκοποιός
λακκοπρωκτία
λακκόπρωκτος
λάκκος
λακκοσχέας
λακκόω
λακκώδης
λακπατέω
λακπάτητος
λακτίζω
λάκτις
λάκτισμα
λακτισμός
λακτιστής
λακτιστικός
View word page
λακκοσχέας
with hanging scrotum

ShortDef

with hanging scrotum

Debugging

Headword:
λακκοσχέας
Headword (normalized):
λακκοσχέας
Headword (normalized/stripped):
λακκοσχεας
IDX:
51943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51944
Key:

Data

{'content': 'with hanging scrotum'}