Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λακερύζω
λακέτας
λάκημα
λακίζω
λακίς
λάκισμα
λακιστός
λακκαῖος
λακκάριος
λακκίζω
λακκόπεδον
λακκόπλουτος
λακκοποιός
λακκοπρωκτία
λακκόπρωκτος
λάκκος
λακκοσχέας
λακκόω
λακκώδης
λακπατέω
λακπάτητος
View word page
λακκόπεδον
scrotum
ShortDef
scrotum
Debugging
Headword:
λακκόπεδον
Headword (normalized):
λακκόπεδον
Headword (normalized/stripped):
λακκοπεδον
IDX:
51937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51938
Key:
Data
{'content': 'scrotum'}