Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λακερός
λακέρυζα
λακερύζω
λακέτας
λάκημα
λακίζω
λακίς
λάκισμα
λακιστός
λακκαῖος
λακκάριος
λακκίζω
λακκόπεδον
λακκόπλουτος
λακκοποιός
λακκοπρωκτία
λακκόπρωκτος
λάκκος
λακκοσχέας
λακκόω
λακκώδης
View word page
λακκάριος
cistern-keeper

ShortDef

cistern-keeper

Debugging

Headword:
λακκάριος
Headword (normalized):
λακκάριος
Headword (normalized/stripped):
λακκαριος
IDX:
51935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51936
Key:

Data

{'content': 'cistern-keeper'}