Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λακεδών
λακέρνιον
λακερός
λακέρυζα
λακερύζω
λακέτας
λάκημα
λακίζω
λακίς
λάκισμα
λακιστός
λακκαῖος
λακκάριος
λακκίζω
λακκόπεδον
λακκόπλουτος
λακκοποιός
λακκοπρωκτία
λακκόπρωκτος
λάκκος
λακκοσχέας
View word page
λακιστός
torn

ShortDef

torn

Debugging

Headword:
λακιστός
Headword (normalized):
λακιστός
Headword (normalized/stripped):
λακιστος
IDX:
51933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51934
Key:

Data

{'content': 'torn'}