Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λάκαφθον
λακάω
Λακεδαιμόνιος
Λακεδαίμων
λακεδών
λακέρνιον
λακερός
λακέρυζα
λακερύζω
λακέτας
λάκημα
λακίζω
λακίς
λάκισμα
λακιστός
λακκαῖος
λακκάριος
λακκίζω
λακκόπεδον
λακκόπλουτος
λακκοποιός
View word page
λάκημα
fragment
ShortDef
fragment
Debugging
Headword:
λάκημα
Headword (normalized):
λάκημα
Headword (normalized/stripped):
λακημα
IDX:
51929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51930
Key:
Data
{'content': 'fragment'}