Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λακαταπύγων
λάκαφθον
λακάω
Λακεδαιμόνιος
Λακεδαίμων
λακεδών
λακέρνιον
λακερός
λακέρυζα
λακερύζω
λακέτας
λάκημα
λακίζω
λακίς
λάκισμα
λακιστός
λακκαῖος
λακκάριος
λακκίζω
λακκόπεδον
λακκόπλουτος
View word page
λακέτας
chirper

ShortDef

chirper

Debugging

Headword:
λακέτας
Headword (normalized):
λακέτας
Headword (normalized/stripped):
λακετας
IDX:
51928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51929
Key:

Data

{'content': 'chirper'}