Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λαῖφος
λαιψηροδρόμος
λαιψηρός
λακάζω
Λάκαινα
λακάρα
λακαταπύγων
λάκαφθον
λακάω
Λακεδαιμόνιος
Λακεδαίμων
λακεδών
λακέρνιον
λακερός
λακέρυζα
λακερύζω
λακέτας
λάκημα
λακίζω
λακίς
λάκισμα
View word page
Λακεδαίμων
Lacedaemon
ShortDef
Lacedaemon
Debugging
Headword:
Λακεδαίμων
Headword (normalized):
λακεδαίμων
Headword (normalized/stripped):
λακεδαιμων
IDX:
51922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51923
Key:
Data
{'content': 'Lacedaemon'}