Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Λαιστρυγόνιος
Λαιστρυγών
λαῖτμα
Λαιτώριος
λαῖφος
λαιψηροδρόμος
λαιψηρός
λακάζω
Λάκαινα
λακάρα
λακαταπύγων
λάκαφθον
λακάω
Λακεδαιμόνιος
Λακεδαίμων
λακεδών
λακέρνιον
λακερός
λακέρυζα
λακερύζω
λακέτας
View word page
λακαταπύγων
very lascivious

ShortDef

very lascivious

Debugging

Headword:
λακαταπύγων
Headword (normalized):
λακαταπύγων
Headword (normalized/stripped):
λακαταπυγων
IDX:
51918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51919
Key:

Data

{'content': 'very lascivious'}