Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαίσκαπρος
Λαιστρυγόνιος
Λαιστρυγών
λαῖτμα
Λαιτώριος
λαῖφος
λαιψηροδρόμος
λαιψηρός
λακάζω
Λάκαινα
λακάρα
λακαταπύγων
λάκαφθον
λακάω
Λακεδαιμόνιος
Λακεδαίμων
λακεδών
λακέρνιον
λακερός
λακέρυζα
λακερύζω
View word page
λακάρα
bird-cherry, Prunus avium

ShortDef

bird-cherry, Prunus avium

Debugging

Headword:
λακάρα
Headword (normalized):
λακάρα
Headword (normalized/stripped):
λακαρα
IDX:
51917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51918
Key:

Data

{'content': 'bird-cherry, Prunus avium'}