Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαιόπους
λαιός
Λάϊος
λαιός2
λαιοτομέω
Λαΐς
λαισήϊον
λαίσκαπρος
Λαιστρυγόνιος
Λαιστρυγών
λαῖτμα
Λαιτώριος
λαῖφος
λαιψηροδρόμος
λαιψηρός
λακάζω
Λάκαινα
λακάρα
λακαταπύγων
λάκαφθον
λακάω
View word page
λαῖτμα
the depth

ShortDef

the depth

Debugging

Headword:
λαῖτμα
Headword (normalized):
λαῖτμα
Headword (normalized/stripped):
λαιτμα
IDX:
51910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51911
Key:

Data

{'content': 'the depth'}