Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγκυλόκυκλος
ἀγκυλόκωλος
ἀγκυλομαχία
ἀγκυλομήτης
ἀγκυλόπους
ἀγκύλος
ἀγκυλότοξος
ἀγκυλοχείλης
ἀγκυλοχήλης
ἀγκυλόω
ἀγκύλωμα
ἀγκύλωσις
ἀγκυλωτός
ἄγκυρα
ἀγκυρίζω
ἀγκύριον
ἀγκύρισμα
ἀγκυρίτης
ἀγκυροβολέω
ἀγκυροβόλιον
ἀγκυροειδής
View word page
ἀγκύλωμα
loop

ShortDef

loop

Debugging

Headword:
ἀγκύλωμα
Headword (normalized):
ἀγκύλωμα
Headword (normalized/stripped):
αγκυλωμα
IDX:
518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-519
Key:

Data

{'content': 'loop'}